- κεφαλονιψία
- η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον)μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -νιψία (θ. νιψ- τού νίπτ-ω, πρβλ. μέλλ. νίψ-ω). Ο τ. κεφαλόνιπτρον < κεφαλ(ο)-* + -νιπτρον (< νίπτρον < νίπτω), πρβλ. ποδό-νιπτρον, χερό- νιπτρον].
Dictionary of Greek. 2013.